- ὄβριμον
- ὄβριμοςstrongmasc acc sgὄβριμοςstrongneut nom/voc/acc sgὄβριμοςstrongmasc/fem acc sgὄβριμοςstrongneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὄβριμον — Ὄβριμος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όβριμος — ὄβριμος, ον, θηλ. και ὀβρίμα (Α) 1. (για τον Άρη, τον Αχιλλέα, τον Έκτορα, την Κυβέλη, αλλά και για ήρωες και για κοινούς ανθρώπους) ισχυρός, κραταιός, δυνατός («πέπτωκεν ἀνδρῶν ὀβρίμων κομπάσματα», Αισχύλ.) 2. (για πράγματα) μεγάλος, πελώριος… … Dictionary of Greek
AMBARUM seu AMBAR — Graecis similiter Α῎μβαρ teste Aetiô, Gall. Ambre. Ital. Ambracane, odoramenti genus: Revulsoque sarcophagi operculo mirisice Virtutis ambare suaviter redolentis viri faciem demonstrans, in Actis S. Sebastiani Martyr. apud Carolum Macrum in… … Hofmann J. Lexicon universale
BRIMO — unum ex Hecates, sive Proserpinae nominibus, ἀπὸ τȏ βριμᾷν, h. e. a terrendo impositum, eo quod nocturna terriculamenta ab eâ immitti credebantur, ut ex Apollonii Scholiaste annotat Cael. Rhodig. l. 11. c. 16. Hesiodi Interpres l. 1. Βριμὼ δὲ καὶ … Hofmann J. Lexicon universale
ενελαύνω — ἐνελαύνω (Α) 1. μπήγω, βυθίζω μέσα με ορμή («ἦ ῥά καὶ ἐν δεινῷ σάκει ἤλασεν ὄβριμον ἔγχος», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… … Dictionary of Greek